ῥητορεύει

ῥητορεύει
ῥητορεύω
to be a public speaker
pres ind mp 2nd sg
ῥητορεύω
to be a public speaker
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρητορεία — η / ῥητορεία, ΝΑ [ῥητορεύω] η ικανότητα τού να ρητορεύει κανείς, η ρητορική τέχνη νεοελλ. 1. το τρίτο είδος τού πεζού λόγου, μετά τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο οποίος περιλαμβάνει συμβουλευτικούς,… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζορήτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που ρητορεύει την ώρα τού δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ῥήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Καλλίστρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τις Αφίδνες της Αττικής. Ακούγοντάς τον να ρητορεύει ο Δημοσθένης γοητεύθηκε και αποφάσισε να επιδοθεί στη ρητορική. Από το 378 π.Χ. ο Κ. άρχισε vα… …   Dictionary of Greek

  • ρητορικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει να κάνει με το ρήτορα ή τη ρητορεία: Οι ρητορικοί λόγοι δε συνηθίζονται πια σήμερα· το θηλ. ως ουσ., ρητορική, η η τέχνη να ρητορεύει κανείς: Η ρητορική καλλιεργήθηκε στην αρχαία Αθήνα στα χρόνια της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЕКАТЕРИНА — [греч. Αἰκατερίνη, Αἰκατερῖνα] († 305?), вмц. Александрийская (пам. 24 нояб.; пам. греч., пам. зап. 25 нояб.), одна из самых почитаемых святых в христ. мире. Сохранилось неск. Мученичеств Е.: 3 анонимных (BHG, N 30a 31b, 32a), Мученичество BHG, N …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”